- μαντικός
- -ή, -ό (AM μαντικός, -ή, -όν) [μάντης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάντη ή στη μαντεία, προφητικός (α. «μαντικὸν γένος» — οι μάντεις, Σοφ.β. «φῆμαι μαντικαί» — προφητικοί λόγοι, Σοφ.γ. «μαντικὴ ἐπίπνοια» — προφητική έμπνευση, Πλάτ.)2. φρ. «μαντική τέχνη» — η μαντικήαρχ.αυτός που μοιάζει με μάντη, αυτός που μπορεί να μαντεύσει («τά γε τοιαῡτα πολὺ μαντικώτεροι ὑμῶν oἱ γεωργοί», Ησίοδ.).επίρρ...μαντικώς και -ά (AM μαντικῶς)με μαντικό τρόπο, με τον τρόπο τού μάντη.
Dictionary of Greek. 2013.